Ό,τι πεί ο ειδικός είναι πάντα αξιοπρόσεκτο και ορθό, με βαθύτερο σκεπτικό, ενώ αν το ίδιο πει κάποιος άλλος είναι τετριμμένο, αν όχι λάθος.
Ιδιαίτερα αν ειπωθεί στα στάδια του ολυμπισμού αποκτά αυτόματα διαχρονική αξία.
Αν κάτι δημοσιευτεί σε επιστημονικό περιοδικό ή αν ειπωθεί από τους λεγόμενους θεσμικούς παράγοντες αποκτά αμέσως αξία και αποτελεί έγκυρη αναφορά, κι ας μην γίνεται κατανοητό.
Ενώ αν το ίδιο ειπωθεί ή γραφεί απλά σε μία αναφορά δεν υπολογίζεται καν.
Οι διάφοροι θεσμοί, όπως οι θεσμοί της ασφάλειας, της έρευνας, της ιατρικής περίθαλψης , καθώς και οι γενικότεροι θεσμοί της κοινωνίας, π.χ. κυβέρνηση, νόμοι, χρήμα, κ.λ.π., εμφανίζονται ως αφηρημένες οντότητες οι οποίες απαιτούν σεβασμό και υποταγή.
Το ίδιο εμφανίζονται και τα διάφορα ιδεώδη, όπως αθλητισμός, πολιτισμός, κ.λ.π, τα οποία απαιτούν θυσίες και εθελοντισμό.
Μια σημαντική απόρροια της εμφάνισης των οντοτήτων αυτών είναι η εξαφάνιση των ατόμων και η ανάδυση «προσωπικοτήτων», όπως οι κάθε είδους αυθεντίες, διαννοητές, ακαδημαϊκοί, αθάνατοι, χορηγοί και όλοι οι ειδικοί.
Είναι η άγνοια της αληθινής φύσης των θεσμών αυτών που διαιωνίζει την κατάσταση υποτέλειας του ανθρώπου, άγνοια η οποία συντηρείται, εν πολλοίς, από τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τους θεσμούς αυτούς. Άγνοια ακόμη και σ΄αυτούς στους οποίους ανατίθεται η εμψύχωση και η στήριξή τους.
Γιατί αν το εξετάσει κανείς δεν μπορεί παρά να δει πώς οποιοσδήποτε θεσμός δε δηλώνει παρά τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων που διαχειρίζονται το θεσμό αυτό και των ανθρώπων που υπόκεινται σ΄αυτόν.
Και οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων είναι δύο ειδών:
- Σχέσεις ελευθερίας ή
- Σχέσεις υποτέλειας.
Δεν έχει σημασία πόσες διαφορετικές εττικέτες τοποθετούνται.
Το γεγονός παραμένει ότι στη βάση, στη ρίζα όλων αυτών είναι μόνον οι δύο παραπάνω εκδοχές.
Στην πρώτη περίπτωση αναγνωρίζεται ότι το άτομο είναι αυτεξούσιο.
Η δεύτερη περίπτωση βασίζεται στην ιδέα ότι το άτομο είναι ιδιοκτησία μιας αφηρημένης οντότητας η οποία είναι η δικαιολόγηση για τον εξουσιασμό του από τα άτομα που βρίσκονται πίσω από τις αφηρημένες οντότητες και ασκούν τη θέλησή τους για να κυριαρχήσουν και εξουσιάσουν τους υπόλοιπους.
Χαρακτηριστική περίπτωση θεσμού στον οποίο ως επί το πλείστον υπερισχύει η δεύτερη εκδοχή της άσκησης εξουσίας και του εξαναγκασμού που αναφέρεται παραπάνω αποτελεί ο θεσμός της έρευνας, όπως αποκαλύπτεται στο παρακάτω απόσπασμα από την ιστοσελίδα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των ΑΕΙ (http://www.ntua.gr/posdeo /Actualities/index.htm) το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ελευθεροτυπία (10.7.2004) με τίτλο «Σχέσεις Υποτέλειας» :
« Δεν φαντάζει διόλου εξωπραγματική η σχέση υποτέλειας που αναπτύσσεται στα εργαστήρια, τα υποτιθέμενα φυτώρια παραγωγής νέας γνώσης, ανάμεσα στον εργοδότη καθηγητή και τους πληβείους μεταπτυχιακούς φοιτητές.
Στη θέση της ισοτιμίας και της ελεύθερης συμμετοχής μπαίνει η ανταπόδοση και η συναλλαγή, ο εκμαυλισμός συνειδήσεων και η διαπλοκή.
Σοβαρότατες καταγγελίες φθάνουν στην ΠΟΣΔΕΠ.
Μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας καταγγέλουν τις επιθέσεις εκ των ένδον που επιχειρούν να ανατρέψουν τις θεμελιώδεις ακαδημαϊκές αξίες και αρχές λειτουργίας των ΑΕΙ.
Πρόκειται για καταγγελίες χρηματισμού και κλοπές, απάτες και μη σύννομες επενδύσεις, αντιακαδημαϊκή και αυταρχική συμπεριφορά.
Στιγματίζουν την αήθη εκμεττάλλευση της μαύρης εργασίας και την εισαγωγή των νόμων της αγοράς στην διδασκαλία και την έρευνα».