.
Πριν πολλά χρόνια ένα βράδυ Κυριακής περνώντας από το κέντρο της Αθήνας έγινα μάρτυρας ενός περιστατικού το οποίο κατά κάποιο τρόπο σημάδεψε τη ζωή μου.
Δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Μια καθημερινή σκηνή απ΄αυτές που συνήθως αντιπαρερχόμαστε βαδίζοντας βιαστικά στο δρόμο μας.
Ένας μεσήλικας μεθυσμένος και μουσκεμένος φίλαθλος ανεβασμένος σε ένα πεζούλι έξω από ένα πολυκατάστημα ωρυόταν βρίζοντας χυδαία και τρεκλίζοντας για την ήττα της ομάδας του.
Σύντομα μια μικρή μάζωξη περίεργων έκανε χάζι γύρω του ονειδίζοντας την κατάντιά του.
Κάποια στιγμή έχασε την ισορροπία του και ήτανε έτοιμος να σωριαστεί. Τρέξαμε μαζί με έναν νεαρό, τον συγκρατήσαμε από την πτώση και τον καθίσαμε στο πεζούλι.
Ο μεσήλικας σιώπησε, η μάζωξη διαλύθηκε και κει που ήμουν έτοιμος να φύγω γύρισε, με κοίταξε στα μάτια, μου χαμογέλασε και μου είπε ήρεμα: "Ε, νεαρέ μου τί κάνεις;"
Δεν ήταν οι λέξεις που με συγκλόνισαν. Ήταν το κύμα ζεστασιάς και γλυκύτητας που εκπορεύονταν μαζί τους.
Ήταν η στιγμιαία μεταμόρφωση ενός άξεστου αγροίκου στον πιο μειλίχιο και ευγνώμονα άνθρωπο που είχα ποτέ συναντήσει.
Ήταν η συνειδητοποίηση ότι ένα μόνον λεπτό πριν να είχα φύγει θα είχα μείνει και γω, όπως και οι άλλοι, με την εντύπωση ενός «χαμένου κορμιού».
Ένα λεπτό πριν και δεν θα εκτυλλίσσονταν μπροστά μου το βάθος και ο πλούτος της ανθρώπινης φύσης.
Και τότε θυμήθηκα μιαν άλλη σκηνή που είχε εκτυλιχθεί λίγα χρόνια πριν, όταν στο πρώτο μου περιπετειώδες ταξίδι στο εξωτερικό περίμενα έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνο το πούλμαν της επιστροφής.
Οι ώρες περνούσαν, βράδιασε, οι διαβάτες πέρναγαν όλοι βιαστικοί, γιατί, όπως έμαθα μετά δεν ήταν πολύ φρόνιμο να κυκλοφορείς βράδυ στην περιοχή εκείνη, και γω καθισμένος στις αποσκευές ανέμενα για ώρες το πούλμαν το οποίο δεν έλεγε να φανεί.
Σε λίγο βρέθηκα περιτριγυρισμένος από μια ομήγυρι ανθρώπων της νύχτας.
Αφού με περιεργάστηκαν για λίγη ώρα, με ρώταγαν στα ιταλικά που δεν ήξερα, τους απάνταγα στα αγγλικά που δεν ήξεραν, άναβαν σπίρτα και μού καναν γκριμάτζες.
Κάποια στιγμή κάτι είπαν μεταξύ τους, κάποιος από την ομήγυρη μπήκε στο σταθμό και γύρισε με κάποιο αγγλομαθή. Του εξήγησα για το πούλμαν και την αναμονή, Συσκέφτηκαν και μου είπε:
Το πούλμαν, το έχασες πια, δεν κάνει να περιμένεις άλλο εδώ, εμείς είμαστε επικίνδυνοι άνθρωποι, έλα να σε πάω στο σταθμό να μείνεις εκεί τη νύχτα και βλέπεις το πρωί τί λύση θα βρεις.
Το βράδυ μέσα στο σταθμό σκεφτόμουνα γιατί αυτοί οι αυτοχαρακτηριζόμενοι επικίνδυνοι άνθρωποι αναδείχτηκαν προστάτες και σωτήρες ενός άγνωστου σ΄αυτούς ανθρώπου.
Διερωτήθηκα τί ρόλο, άραγε, να έπαιξε η φιλική και άφοβη (λόγω άγνοιας) στάση μου στην εκδήλωση αυτής της μεταστροφής.
Η εμπειρία μου αυτή καθώς και κάποιες σκηνές τη νύχτα μέσα στο σταθμό έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Εμπειρίες για το άμετρητο βάθος και τις μεταμορφώσεις της ανθρώπινης ψυχής,
Εμπειρίες που στους δύσκολους καιρούς που περνάμε δεν με αφήνουν να συμμερίζομαι τη διάχυτη απαισιοδοξία και κατάκριση για την κατάντια των συνανθρώπων μας στις αναρτήσεις των περισσότερων μπλογκ.
Οι διαπιστώσεις μιας κακώς έχουσας κατάστασης σίγουρα έχουν νόημα γιατί αναδεικνύουν το πρόβλημα.
Αλλά, η συνεχής ενασχόληση με την περιγραφή της κατάστασης αυτής αντί για την ανίχνευση των αιτιών της και ενδεχομένως και της δικής μας συμβολής σ΄αυτήν, ίσως να συντηρεί και να επιτείνει την κατάσταση αυτή.