«Πάντων
πραγμάτων μέτρον άνθρωπος» λέγανε οι παλιοί
«Η
ιστορία γράφεται από τους νικητές» είπαν οι μεταγενέστεροι.
Θα
μπορούσε να πει κανείς ότι το παλιό απόφθεγμα ήταν των νικητών.
Στον
πλανήτη ο άνθρωπος έχει το πάνω χέρι. Όλες οι άλλες μορφές ζωής οφείλουν να τον
υπηρετούν.
Σήμερα
το παλιό απόφθεγμα έχει εξελιχθεί. Θα μπορούσε να διατυπωθεί:
«Πάντων
ανθρώπων μέτρον ο ισχυρός άνθρωπος».
Στον
πλανήτη το πάνω χέρι το έχουν οι ισχυροί. Όλοι οι άλλοι οφείλουν να τους
υπηρετούν.
«Μην
κάνεις αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν, γιατί θα το υποστείς», ίσως να ήταν
το απόφθεγμα των άλλων μορφών ζωής αν η μιλιά τους μπορούσε να κατανοηθεί.
Στις
ημέρες μας τα αποφθέγματα με τη μορφή κατηγοριοποιήσεων των ανθρώπων είναι σε
ημερήσια διάταξη.
«Αυτοί
είναι οι προοδευτικοί, εκείνοι οι αντιδραστικοί», «αυτοί οι επαναστάτες,
εκείνοι οι υποταγμένοι»,
μερικές
από τις κατηγοριοποιήσεις περί τα πολιτικά.
«Αυτοί
οι διανοητές, εκείνοι οι αμαθείς», «αυτοί οι καθώς πρέπει, εκείνες οι πόρνες»
κάποιες άλλες.
Κι
αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι αποφθέγματα-κατηγοριοποιήσεις των νικητών, αυτών με
το πάνω χέρι στην κοινωνία των ανθρώπων.
Όταν
η ρότα τους παρέλθει, οι κατηγοριοποιήσεις τους βρίσκονται κι αυτές αντιμέτωπες
με το είδωλό τους.
Σήμερα
δικάζουν το Σωκράτη. Ερήμην του αυτή τη φορά (1).
Μια
άλλη όψη του θεωρούμενου ως του μεγαλύτερου φιλόσοφου έρχεται στο προσκήνιο,
αυτή
του πνευματικού ηγέτη της τυραννίας των τριάκοντα που είχαν εγκαταστήσει στην
Αθήνα οι Σπαρτιάτες μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Γι
αυτή του την ιδιότητα δικάστηκε από τους 500 Αθηναίους πολίτες και όχι για τις
φιλοσοφικές του απόψεις,
ισχυρίζεται
σε συνέντευξή του, βλ. Εδώ, ένας από τους σημερινούς κατηγόρους του και
υπερασπιστής της τότε Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Δεν
κατηγορήθηκε γιατί δεν σεβόταν τους θεούς του Ολύμπου, αλλά αυτούς της πόλης
του, της Αθήνας, που θεοί της ήταν ο Ζευς Βουλαίος, ο Αγοραίος και ο Δήμος, η
θεοποίηση των δημοκρατικών θεσμών της, της Βουλής και των πολιτών που ψήφιζαν.
Η
αγιοποίησή του ήταν έργο των Ρωμαίων, Βυζαντινών και μετέπειτα ολιγαρχών,
αυτοκρατόρων και βασιλέων, για να κατηγορήσουν τις δημοκρατίες που σκοτώνουν
τους φιλοσόφους, αναφέρεται στην ίδια συνέντευξη.
Αρκετοί
ίσως αναλογιστούμε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος σήμερα αν οι (θεωρούμενοι
ως) επιφανείς, δικαστές και νομικοί, που συγκροτούν το ιδιότυπο αυτό δικαστήριο
σήμερα στην Αθήνα,
συγκροτούσαν
κάποια άλλα πιο επίκαιρα δικαστήρια.
Παρ΄όλα
αυτά, η σημερινή δίκη στην Αθήνα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και το στόχο των
διοργανωτών της, μπορεί να δράσει αποκαλυπτικά για την κοινωνία μας και τους
εαυτούς μας.
Να
μας κάνει να δούμε τις αντιφάσεις μας, τα πολλά πρόσωπα που εμφανίζουμε, άλλα
στον εαυτό μας και άλλα στους άλλους,
να
μας προβληματίσει κατά πόσον θάπρεπε να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους, να
τους κατατάσσουμε σε μεγάλους και μικρούς,
να
καταλάβουμε ότι κι αυτοί που βοηθήσαμε να φαίνονται μεγάλοι είναι όπως εμείς,
αρκετές
φορές ακόμη πιο αντιφατικοί, ακόμη πιο φθαρμένοι από τον αγώνα τους για την
πρωτιά.
Για
όσους δεν γνωρίζουν από τα μέσα τι συμβαίνει στους κύκλους των
θεωρούμενων ως μεγάλων στην κοινωνία μας
αποκαλυπτική
είναι η μαρτυρία του Μ. Πρατικάκη για την αγωνία του Λειβαδίτη να μην μπουν
ποιήματά του πρωτοσέλιδα σε περιοδικό για το φόβο των αντιδράσεων Καρούζου και
Ρίτσου (2).
___________________________________________________
(1) Τη δίκη μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς διαδικτυακά στο http://www.sgt.gr/gr/programme/event/688
(2) Μαρτυρία του Μ. Πρατικάκη για την αγωνία του ποιητή Τ.
Λειβαδίτη να μην μπουν ποιήματά του πρωτοσέλιδα σε περιοδικό για το φόβο των
αντιδράσεων Καρούζου και Ρίτσου, βλ. Εδώ:
«Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση
ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο
ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές.
Το 1988 ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο
πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον Λειβαδίτη,
με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.
Ο Μαυρουδής
γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη
συγκατάθεσή του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους.
Πράγματι
τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την πρόθεση του περιοδικού και εκείνος
συμφώνησε.
Συναντηθήκαμε στο
σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα οποία και έδωσα στο «Δέντρο».
Το
περιοδικό όμως είχε ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και από
τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π.
Προσωπικά
αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του Λειβαδίτη. Δέκα μέρες,
περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λειβαδίτης.
Άρχισε διστακτικά
να μου λέει ότι δεν ήταν απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι
τέτοια.
Του απάντησα ότι
η επιλογή ήταν πηγαία, ότι «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και
το έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνήθιζε με τους φίλους
του.
Την επόμενη άλλο
τηλεφώνημα, γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις εξηγήσεις μου,
που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχόταν εναγωνίως.
Όταν τον ρώτησα
αν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργότερα,
υπήρχε.
Στο μεταξύ ο
Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές
συναντήσεις, είχε μάθει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη στο
«Δέντρο».
Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος,
σ’ ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του περιοδικού και
αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου μεσολάβηση.
«Τον Φίλο σου τον
Λειβαδίτη», όπως έλεγε συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα.
Πάνω από μισή ώρα φώναζε με ένα βάναυσο
επίμονο, δαιμονικό αλλά συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να
προηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο Μαυρουδή και
τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν...σαράντα
χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα...κανένας ζωντανός», επαναλάμβανε για
πολλοστή φορά ως συνήθιζε, «μόνο οι
νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νεκροί», κ.ο.κ.
Προσπάθησα μάταια
να τον καθησυχάσω.
Επαναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς
φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμοποιεί μόνο αυτές τις
λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή.
Συμφωνήσαμε να
συναντηθούμε την επομένη.
«Αλλά οι άθλιοι
ας μην τολμήσουν» ήταν η επωδός.
Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη,
καλοσυνάτη μορφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λόγος του,
που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που απαιτούσε ο μαινόμενος
Καρούζος.
Τι διαφορά! Έβλεπα
μπροστά μου δυο ειδών παραλογισμούς, που μόνο από καλλιτέχνες μπορούσαν να
εκφραστούν.
Όταν αργότερα βρέθηκα στο σπίτι του Λειβαδίτη,
σε μια στιγμή που εκείνος έλειπε, η γυναίκα του η Μαρία, πολύ εμπιστευτικά μου
αποκάλυψε ότι ο Τάσος δεν θέλει να είναι
πρωτοσέλιδο «γιατί θα στεναχωρηθεί και θα θυμώσει ο Γιαννάκης», δηλ. ο Ρίτσος,
μου είπε χαμηλόφωνα.
Και πρόσθεσε,
σχεδόν φοβισμένη:
«Έχει κάνει και τρεις μήνες να του πει
καλημέρα, σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όλα να περνούν από την έγκρισή
του. Ο Τάσος τον σέβεται, τον θεωρεί δάσκαλό του, αν κι εκείνος δεν παύει ποτέ
να μας το υπενθυμίζει, αλλά και τον φοβάται. Συχνά για τέτοια, τον κρατά σε
καραντίνα, πράγμα που ο γλυκός μου ο Τάσος, δεν μπορεί να αντέξει. Εσύ
ξέρεις πόσο καλός και πόσο εύθραυστος είναι.
Ο Ρίτσος έμαθε
για το πρωτοσέλιδο του «Δέντρου» και ήδη μας έκανε αρκετούς υπαινιγμούς, ξέρει
εκείνος τον τρόπο», πρόσθεσε.
Ήταν η Τρίτη κατά
σειρά έκπληξή μου.
Όταν την επομένη
μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος.
«Ε, ως εδώ, Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο.
Οι τιμές και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις
δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα περιοδικό. Μη με ξαναπάρεις
γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τελεία. Ο
Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος. Ως εδώ».
Φαίνεται ότι η
οργή μου τον ανακούφισε.
Καταλάβαινε
επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της
αγωνίας του.
Και ότι με είχε
εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνίας, αυτή η
καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια,
στο όνομα της φιλίας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – τι
κούφιες λέξεις!