Από την Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών
Μες στα μισά
του δρόμου της ζωής μας,
σε δρόμο
βρέθηκα σκοτεινιασμένο
γιατί είχα το
σωστό δρόμο χαμένο.
Αχ! και τι
δύσκολο να το ιστορήσω
το θρασεμένο
κι άγριο εκείνο δάσος,
που φόβο η
θύμησή του ξαναφέρνει!
Πικρότερος
λιγάκι μόνο ο Χάρος.
Μα για να πω
και το καλό που βρήκα,
.................
(μτφρ.
Γιωργής Κότσιρας)
Αυτοί, φίλες
και φίλοι, είναι οι πρώτοι στίχοι της Θείας Κωμωδίας του Ντάντε (Δάντης,
Dante), οι πρώτοι στίχοι της Κόλασης.
Στα μισά του
δρόμου είναι η
ηλικία των 35 ετών, πάνω κάτω, για άνδρες και γυναίκες.
Το σκοτεινιασμένο
δάσος είναι η
αμαρτωλή ζωή, χριστιανικά μιλώντας.
Ο σωστός
δρόμος είναι ο
ενάρετος δρόμος, χριστιανικά μιλώντας.
Μιας όμως και
δεν είμαστε χριστιανοί, εγώ τουλάχιστον, το σκοτεινιασμένο δάσος και ο
σωστός δρόμος είναι κάτι άλλο – θα δούμε σήμερα τι είναι.
Κατά τα άλλα,
τα πράγματα έχουν όπως μας τα λέει ο ποιητής.
Η δεκαετία
25-35 (1984-1994) ήταν η δυσκολότερη, η οδυνηρότερη περίοδος της ζωής μου
– πικρότερος λιγάκι μόνο ο Χάρος.
Τον πλησίασα
όταν μόνος στην Αθήνα, κοντά στα μισά του δρόμου, Ιούλιος, άφραγκος, σε μια
κρίση πανικού μια έντονη επιθυμία θανάτου με οδήγησε στο μπαλκόνι του πέμπτου
ορόφου.
Ο θάνατος με
έσπρωχνε να πηδήσω , η ζωή με τραβούσε να ζήσω.
Ο θάνατος με
έσπρωξε στα κάγκελα, η σκέψη ότι θα στενοχωρηθούν οι γονείς μου, ο αδερφός μου,
η κόρη μου με τραβούσε με αόρατα νήματα.
Τη σύγκρουση
τερμάτισε το χτύπημα του τηλεφώνου.
Ο φίλος
συγκάτοικός μου έλειπε πολλές μέρες και σκέφτηκα πως κάποιος, κάποια τον
ζητούσε κι έπρεπε να του αφήσω ένα μήνυμα.
Και πήγα και
το σήκωσα.
Ήταν για
μένα. Κάποιος φίλος μίλησε σε ένα ιδιοκτήτη εστιατορίου στη Σίφνο και του
έδωσε το τηλέφωνό μου.
Θέλεις να
έρθεις για δουλειά;
Την άλλη μέρα
ήμουνα στη Σίφνο.
Για να έχω
παρέα, τηλεφώνησα στο Βερολίνο, στην άνεργη και θλιμένη Ντόρι που δεν θα
πήγαινε διακοπές, να πάρει το γιο της και να έρθουν.
Όλα πληρωμένα
– σε τρεις μέρες ήρθαν. Ένα πρωινό επέστρεψα στο σπίτι χαράματα – με περίμενε ο
πεντάχρονος Alexander καθισμένος πάνω σε μια ξηρολιθιά, με περίμενε να δούμε
μαζί την ανατολή του ήλιου.
Όταν ο ήλιος
σηκώθηκε, με ρώτησε: Θανάση, δεν μοιάζει με κεράσι;
Στο Βερολίνο,
αγόραζα κεράσια και αυτά που είναι διπλά τα βάζαμε στα αυτιά μας για
σκουλαρίκια και μετά τα τρώγαμε.
Ο Ντάντε μας λέει με τη Θεία Κωμωδία
του ότι η καλύτερη ψυχοθεραπεία είναι η ίδια η ενηλικίωση.
Είναι όμως το
ίδιο να ενηλικιώνεσαι σε μια τροφοσυλλλεκτική ομάδα των Βουσμάνων στην Καλαχάρι
και το ίδιο στον δυτικό πολιτισμό;
Όχι, βέβαια,
κατά κανένα τρόπο!
Θα έλεγα ότι
στις περισσότερες κοινωνίες του παρελθόντος όλοι και όλες ενηλικιώνονταν – δεν
συμβαίνει όμως το ίδιο και στον δυτικό πολιτισμό.
Πολλοί και
πολλές (οι περισσότεροι;) μεγαλώνουν αλλά δεν ενηλικιώνονται.
Γιατί;
Σε αυτό το
ερώτημα θα απαντήσω τη Δευτέρα το πρωί, σήμερα θα ασχοληθώ με κάτι άλλο.
Όπως δεν
έχουν όλες οι ψυχοθεραπείες αίσιο τέλος, δεν έχουν αίσιο τέλος κι όλες οι
ενηλικιώσεις.
Και εάν η
ψυχοθεραπεία είναι μια διαδικασία, διαδικασία πρέπει να είναι και η ενηλικίωση.
Και επειδή η
καλύτερη ψυχοθεραπεία είναι η ενηλικίωση, τότε οι φάσεις αυτών των διαδικασιών
θα πρέπει να είναι κοινές.
Ποιες είναι;
Είναι η
Κόλαση, το Καθαρτήριο και ο Παράδεισος.
Μιας όμως και
δεν είμαστε χριστιανοί, ας αποκωδικοποιήσουμε, ας μεταγράψουμε αυτές τις
έννοιες:
Σταμάτημα,
Αποδόμηση, Αναδόμηση. Σταμάτημα, Χάλασμα, Ξαναφτιάξιμο.
Το καλοκαίρι
του 2010, μετά τον κήπο, πήγαινα να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα, μια μέρα όμως
παρατήρησα ότι δεν μπορούσα να σταθώ στο δεξί πόδι για να βάλω το αριστερό
μπατζάκι του παντελονιού μου!
Κατέρρεα!
Άρχισα να κουτσαίνω.
Το βάρος
έπεφτε στο αριστερό, άρχισε να παραλύει και το αριστερό! Θα περάσει, σκέφτηκα,
κούραση είναι.
Δεν ήταν απλά
κούραση, ήταν χονδρό πρόβλημα στη μέση.
Από το
χαμαλίκι της νεανικής ζωής, την οικοδομή, τον κήπο, την καρέκλα, δυο σπόνδυλοι
στη μέση μετακινήθηκαν, χτύπησαν νεύρα και παρέλυσαν τα κάτω άκρα.
Σταμάτησα τα
πάντα.
Περπάτημα στη
παραλία ξυπόλητος, πιλάτες, γιόγκα, ιαματικά λούτρα, χασίσι, φυσιοθεραπεία.
Το κυριότερο:
δεν σκέφτηκα απλά να γίνω καλά, αναρωτήθηκα πως το έπαθα.
Γιατρέ, κάνε
με καλά, λένε οι ασθενείς, αντι να ρωτήσουν, γιατρέ, πως το έπαθα; Δεν
δυσκολεύτηκα να δώσω μια εξήγηση:εάν δεν σταματήσεις από μόνος σου, θα σε σταματήσω εγώ, μου είπε το
σώμα μου, μας λέει το σώμα μας.
Αυτή είναι η
ασθένεια, η αρώστια, η έλλειψη σθένους, ρώμης: είναι μια φυγή του σώματος και
της ψυχής, είναι μια άμυνα.
Αφού δεν
ξεκουράζεσαι, θα σε ξεκουράσω εγώ, αφού δεν την πέφτεις στο κρεβάτι, θα σε ρίξω
εγώ – οι περισσότερες ασθένειες του σώματος και της ψυχής είναι ακούσια
ξεκούραση.
Το λάθος
είναι η πινακίδα που μας δείχνει τη σωστή κατεύθυνση – αρκεί να τη δεις. Το
λέει ο Ντάντε: μα για να πω και το καλό που
βρήκα. .
Αυτά όσον
αφορά τη μέση μου.
Όσον αφορά
όμως την ύπαρξή μου, την ψυχή μου, τον τρόπο σκέψης μου, τις κοινωνικές μου
σχέσεις;
Σε αυτή την
περίπτωση τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα.
Εκεί πρέπει
να σταματήσεις, τι να σταματήσεις όμως;
Στην αρχή δεν
ξέρεις, πολύ γρήγορα όμως μαθαίνεις – τα σταματήματα, οι διακοπές, οι ρωγμές
έρχονται κατά αλλεπάλληλα κύματα.
Το
σταμάτημα/γκρέμισμα είναι θητεία, επίσκεψη στην Κόλαση, την οποία ο
Ντάντε τοποθετεί στα έγκατα της Γης.
Η τοπολογία
θυμίζει αυτήν του Φρόιντ αλλά δεν πρόκειται μόνο για το ασυνείδητο.
Εάν η Κόλαση
είναι μια κατασκευή, ο χαρακτήρας μας ως κατασκευή είναι η Κόλαση.
Θα πρέπει
λοιπόν στην αρχή να σταματήσεις να συμπεριφέρεσαι όπως συμπεριφέρεσαι και μετά
να χαλάσεις, να γκρεμίσεις, να καταστρέψεις το οικοδόμημα που χτίστηκε εν
αγνοία σου και παρά τη θέλησή σου.
Ναι, με τι θα αντικαταταστήσεις όμως
αυτό το σταμάτημα, με τι θα αντικαταστήσεις το γκρεμισμένο οικοδόμημα;
Το σταμάτημα
σηματοδοτεί το γκρέμισμα. Όταν σταματάς, καταστρέφεις.
Όταν
καταστρέφεις, σταματάς.
Αυτο το
σταμάτημα, το χάλασμα, αυτή η καταστροφή είναι η αποδόμηση του εαυτού.
Δεν σου κάνει
ο εαυτός σου, δεν περνάς καλά, υποφέρεις, βασανίζεσαι, ταλαιπωριέσαι.
Πριν
κοιμηθείς (πριν πεθάνεις, συμβολικά), όταν είσαι τόσο έντιμος με τον εαυτό σου
όσο καμιά άλλη στιγμή,
βιώνεις το
δίλημμά σου: αλλιώς θα ήθελα να ζω, αλλιώς ζω.
Βέβαια,
μερικοί και μερικές θέλουν να υποφέρουν και να βασανίζονται, το πρόβλημα όμως
είναι ότι δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μόνοι τους, μόνες τους, αναγκαστικά
εμπλέκουν κι άλλους, κι άλλες.
Τότε,
απομακρύνεσαι, χωρίζεις – θάνατος ή ζωή, έτσι άλλωστε λειτουργεί ο εγκέφαλος
τόσο απλά – τόσο δύσκολα είναι δηλαδή τα πράγματα.
Φίλες και φίλοι, αν η σύγκρουση είναι
τέχνη, τέχνη είναι και το σταμάτημα και η καταστροφή.
Επιχειρήστε
να γκρεμίσετε ένα σπίτι – εάν δεν ξέρετε πως να το κάνετε, κινδυνεύετε να
θαφτείτε κάτω από τα ερείπια.
Το
σταμάτημα/καταστροφή του εαυτού είναι μια περίοδος μακράς διάρκειας, εμένα μου
πήρε δέκα χρόνια, δέκα οδυνηρά χρόνια.
Υπάρχει
βοήθεια από άλλους, άλλες αλλά πιο πολύ υπάρχει χλευασμός, περιφρόνηση,
εξευτελισμός – τα βίωσα όλα αυτά πολύ έντονα.
Μου τηλεφωνεί
ένας ‘φίλος’ στα δύσκολα, μούσκεμα στον ιδρώτα από το γκρέμισμα, και μου λέει: τι έγινε, ρε μαλάκα, ακόμα ζεις;
Αντί να σου δείξει ένα δρόμο, σε
σπρώχνει στο γκρεμό. Το να σε χαρακτηρίσουν τρελό είναι το λιγότερο – διότι
είσαι: δεν δέχεσαι τον παραλογισμό της λογικής τους.
Το πρόβλημα
είναι άλλο: μιας και με το σταμάτημα και το γκρέμισμα έμαθες κάποια πράγματα,
είχες και ερείσματα από την παιδική σου ηλικία, έχεις και οικοδομικό υλικό που
θα σου χρειαστεί, αρχίζεις να χτίζεις έναν άλλον εαυτό.
Όχι τελείως
άλλο, έναν διαφορετικό όμως.
Κι όσο το
οικοδόμημα προχωράει, τότε αρχίζεις να ζεις ένα άλλο δράμα: αντιμετωπίζεις τον
φθόνο, ο οποίος είναι ακαταμάχητος, δεν πολεμιέται με τίποτα. Μόνο με την
αδιαφορία.
Κι αν μια ζωή
αναζητείς να βρεις άνδρες και γυναίκες που να γνωρίζουν πιο πολλά από
σένα, τότε απαιτείται να γίνεις μάστορας στην αδιαφορία.
Το σταμάτημα
και το γκρέμισμα, ως προϋπόθεση της δημιουργίας, είναι δημιουργία.
Θέλω να πω
ότι η Κόλαση και το Καθαρτήριο είναι περιοχές που γειτονεύουν – πηγαινόερχεσαι,
μπαινοβγαίνεις: από την τρέλα τους στη λογική σου, από τη λογική τους στη τρέλα
σου.
Θα έλεγα ότι
η τρέλα που δεν γίνεται δημιουργία, γίνεται αδιέξοδο, γίνεται αυτοσκοπός,
μόνιμη κατάσταση, χάνει τον δυναμικό της χαρακτήρα.
Εάν το
Σταμάτημα είναι η Κόλαση, η Αποδόμηση είναι το Καθαρτήριο – πετάς μπάζα και
ξαλαφρώνεις.
Καθαρίζεις το
χώρο για να χτίσεις.
Θέλει χρόνο,
μεράκι, τέχνη, αδιαφορία, ισχυρό χαρακτήρα, θέληση για ζωή για να χτίσεις.
Κινείσαι
πλέον μεταξύ Καθαρτηρίου και Παραδείσου.
Καμιά φορά
χρειάζεται να γκρεμίσεις κάτι που έχτισες εσύ ο ίδιος, το παιχνίδι δεν έχει
κριθεί οριστικά και αμετάκλητα, παίζεται μια ζωή.
Η δική μου
περίοδος Αναδόμησης ήταν η δεκαετία 1994-2003.
Θα μου πείτε,
τώρα είσαι στον Παράδεισο;
~Ναι, είμαι
στον Παράδεισο έχοντας επίγνωση ότι δεν υπάρχει Παράδεισος όπως τον
αντιλαμβανόμαστε.
Το άγχος του
θανάτου, τα καθημερινά προβλήματα, τα αναπάντεχα, οι ματαιώσεις, οι στερήσεις,
η απώλεια, οι χωρισμοί είναι ίδιον της ζωής και δεν θα εκλείψουν σε καμιά
μα καμιά κοινωνία.
Όσοι και όσες
νομίζουν ότι σε μια άλλη κοινωνία, την κομμουνιστική ας πούμε, θα ζούμε σα τις
πεταλούδες ξένοιαστοι και θα πετάμε από λουλούδι σε λούλούδι νομίζω ότι δεν
έχουν καταλάβει τίποτα από τη ζωή.
Η ευτυχία δεν
είναι μόνο η ταύτιση του θέλω και του πρέπει αλλά και η ικανότητα να
αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα και την τραγικότητα της ζωής.
Η διαδικασία της επανάστασης ομοιάζει
με αυτήν της ψυχοθεραπείας, της ενηλίκίωσης: σταμάτημα, καταστροφή, δημιουργία.
Θα έλεγα ότι
το περιεχόμενο της ψυχοθεραπείας/ενηλικίωσης είναι η επανάσταση.
Όποιος και όποια δεν
επαναστατήσει, δεν πρόκειται να βρει την υγεία του!
Ποια είναι
όμως η επανάσταση σε προσωπικό, σε σωματοψυχικοκοινωνικό επίπεδο; Τι σταματάμε,
τι καταστρέφουμε με την επανάσταση;
Σε αυτό το ερώτημα θα απαντήσω τη
Δευτέρα το πρωί. Ο τίτλος του σημειώματος θα είναι:
(αρχαιοελληνικός, χριστιανικός,
επαναστατικός) ηρωισμός και κομμουνισμός.
Η κατάρα μας,
ο κακός μας δαίμονας είναι ο ηρωισμός.
Όποιος και
όποια ξεμπερδέψει με αυτόν, θα μπει στον Παράδεισο.
Οι άλλοι και
οι άλλες θα κόβουν βόλτες στην Κόλαση ή/και στοΚαθαρτήριο.
Πάω στο χωριό σαββατοκύριακο – το
αμπέλι με φωνάζει να παω. Του λείπω, και μένα μου λείπει.