Μπροστά σε μάτια που κοιτάζουν δίχως να βλέπουν, ξετυλίγεται η τελευταία πράξη μιας τραγωδίας που θα μπορούσε να περιγραφεί σαν η σταδιακή κατεδάφιση του κόσμου των αξιών, με κορυφαία ανάμεσά τους την ανθρώπινη ζωή.
Αν εννοήσουμε τη ζωή σαν μια στρατηγική του DNA, δεν τρέχει τίποτα -ένα οιοδήποτε παιδί δέκα ετών σε οιαδήποτε δυτική χώρα έχει ήδη γίνει μάρτυρας εκατό χιλιάδων φόνων σε ταινίες, βιντεογκέιμ και ζωντανές αναμεταδόσεις.
Αν όμως τη δούμε σαν τη φέρουσα διάσταση της μοναδικότητας ενός προσώπου με ονοματεπώνυμο, το θέμα αλλάζει ριζικά.
Ωστόσο, η ικανότητα να ζούμε τις τραγωδίες ως συγκλονισμούς, τουτέστιν να συνειδητοποιούμε την παρουσία του ειδικού μέσα στο γενικό, έχει σχεδόν εκμηδενιστεί κάτω από το παλιρροϊκό κύμα της τηλεοπτικής ρύπανσης: περιμένετε και θα δείτε σε πόσες μέρες θα έχει ξεχαστεί η δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Οχι ότι θα πάψουν να την υπενθυμίζουν οι πολιτικοί ή οι δημοσιογράφοι σχολιάζοντας την εκάστοτε επικαιρότητα της διακομματικής έντασης και στηρίζοντας ή καταγγέλλοντάς την, όντως γελοία, θεωρία των δύο άκρων, αλλά ο αντίκτυπός της θα φθαρεί ταχύτατα,
καθώς η μνεία του γεγονότος θα απολιθώνεται υπό το βάρος του επαναλαμβανόμενου «δεδομένου» ή συνθήματος, καταλήγοντας πλέον να δηλώνει μιαν ουσία που έχει χαθεί στις άπειρες αναδιπλασιαστικές αντηχήσεις των μηχανισμών πληροφόρησης.
Η ανάμνηση των ημερών που οι νεκροί εμψύχωναν τους επαναστατικούς θρύλους μοιάζει κιόλας με ταινία εποχής, συγκεκριμένα της εποχής κατά την οποία η ζωντανή και παλλόμενη φήμη των γεγονότων μεταδιδόταν μέσω δονήσεων -ΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ όχι οπτικών- στο βαθύ υπέδαφος μιας κοινωνίας ιστορικά εκτεθειμένης στις σημασίες που απέρρεαν από τη σύγκρουση Καλού - Κακού.
Σήμερα, η αίσθηση του τραγικού έχει εκλείψει, εφ' όσον αυτή προϋπέθετε μια γνώση της μοίρας, από πλευράς θεατή, την οποία ο πρωταγωνιστής, επί σκηνής, στερούνταν.
Τώρα πια, ο εκτυφλωτικός φωτισμός των παρασκηνίων σε όλα τα μέτωπα επιτρέπει στους πάντες να «ξέρουν» (να «βλέπουν», να κοιτάζουν) τα πάντα, αλλά η κατανόηση λείπει.
Η αυταπάτη ότι κατανοούμε εκείνο που συμβαίνει δεν είναι παρά ακόμη ένα αντικείμενο κατανάλωσης.
Ετσι, η Χρυσή Αυγή αναζητά με τη σειρά της αληθοφάνεια, όπως όλοι, ώστε να γίνει πιστευτή -το αίμα πρέπει να μοιάζει -άρα να ΕΙΝΑΙ - αληθινό· η κέτσαπ που ρέει στα σίριαλ δεν θεωρείται πια αρκετή: εδώ το διακύβευμα δεν είναι αυτό της Βαϊμάρης, το αληθινό διακύβευμα είναι ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, εν προκειμένω της πολιτικής εγκληματικότητας.
Επιτιθέμενος, τάχα, στις παραισθήσεις ευτυχίας που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια, ο ναζιστικός βραχίονας της ακροδεξιάς επανέρχεται για να δείξει, πρωτίστως, ότι η φρίκη είναι πραγματική.